Ο Ασφοντυλίτης οφείλει την ανάπτυξή του κατά την Αρχαιότητα σε οικιστές της επικράτειας της Αιγιάλης, οι οποίοι επέλεξαν αυτά τα υψίπεδα του ορεινού όγκου του τόπου τους για να αποκτήσουν καλλιεργήσιμες εκτάσεις και βοσκοτόπια, στήνοντας εκεί και τα καταλύματά τους, τις κατοικιές. Η μεγάλη απόσταση, 2,5 ωρών πεζοπορίας σε δύσβατη διαδρομή από το πλησιέστερο χωριό, και τα ικανά διαθέσιμα καλλιεργήσιμα εδάφη, αποτέλεσαν ευνοϊκούς παράγοντες για τη μακροχρόνια παραμονή τους εκεί, με αποτέλεσμα ο οικισμός που δημιουργήθηκε να παρουσιάζει μεγαλύτερη πυκνότητα κατοικιών, από όλες τις υπόλοιπες θέσεις που χωροθετούνται ακτινωτά γύρω του (Χάλαρα, Ρίζα, Απόλακκα, Όξω Μεριά), ευρισκόμενος στο κέντρο τους. Ο Ασφοντυλίτης, έτσι αναπτύχθηκε σε οικιστικό επίπεδο περαιτέρω, αποκτώντας όλα τα χαρακτηριστικά ενός μόνιμου οικισμού, όπως εκκλησία, πλατεία και πηγάδια, προκειμένου να καλύπτονται οι ποικίλες, θρησκευτικές, κοινωνικές και πρακτικές ανάγκες της κοινότητας.
Ο ικανός αριθμός καλλιεργήσιμων εκτάσεων, μέχρι και τη δεκαετία του ’50 του 20ου αιώνα, κρατώντας τους κατοίκους στον οικισμό για το ήμισυ περίπου του έτους τον καιρό της ακμής του, βοήθησε στη μετατροπή του Ασφοντυλίτη σχεδόν σε μόνιμο τόπο διαβίωσης. Έως τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, ο οικισμός διέθετε ακόμη μόνιμους κατοίκους. Υπήρχαν εντός των ορίων του εννέα πηγάδια, ιδιωτικά τα περισσότερα, αλλά κτισμένα όλα μαζί, έχοντας ως κέντρο ένα μεγαλύτερο, δημόσιο, πηγάδι.
Η μεταπολεμική περίοδος και ο μεγάλος σεισμός του 1956 οδήγησαν τους κατοίκους στη μετανάστευση και τον οικισμό στην παρακμή. Τις τελευταίες δεκαετίες, ο Ασφοντυλίτης σταδιακά ερήμωσε. Διασώζεται, άθικτος ως προς τα κτίσματα και την αρχική δομή του, η οποία ανάγεται στα πρώιμα ιστορικά χρόνια, με τα κτήριά του κτισμένα με την τεχνική της ξερολιθιάς. Ξερολιθικές κατασκευές διατρέχουν όλη την περιοχή, οριοθετώντας ιδιοκτησίες οι οποίες επικοινωνούν μεταξύ τους με στενούς, ακανόνιστους δρομίσκους.
Η απομονωμένη θέση του οικισμού, στη μέση περίπου της Μεγάλης Στράτας (ή Απάνω Δρόμου, ή Παλιάς Στράτας), του παλιού μονοπατιού που συνέδεε τη Χώρα με τη Μονή Χοζοβιώτισσας και την Αιγιάλη, οδήγησε σε σκληρή, ασκητική ζωή, στοιχείο το οποίο πιθανότατα συνέβαλε καθοριστικά στην επικράτηση του ιδιαίτερου εθίμου της διοίκησης του οικισμού, «κληρονομικώ δικαιώματι», από Βασιλιά και Φρούραρχο, πάντα από την Αιγιάλη, τους οποίους πλαισίωνε ένα Φρουραρχείο, με αρμοδιότητες περιοριζόμενες αποκλειστικά εντός του οικισμού.
Τις βραχογραφίες επάνω στις πέτρες των κατοικιών και στους βράχους του οικισμού έχει σκαλίσει ο Μιχάλης Ρούσσος, πιθανότατα αυτοδίδακτος καλλιτέχνης, που γεννήθηκε λίγο πριν το 1900 και ήταν παράλυτος από την εφηβεία του. Η μετακίνησή του μέσα στον οικισμό γινόταν πάντα με τη συνδρομή της οικογένειάς του και των συγχωριανών του. Ανάλογα με τις δουλειές τις οικογένειας, τον μετακινούσαν μαζί τους, τοποθετώντας τον στο σημείο που εκείνος επέλεγε και, για να περνάει η ώρα του, συνήθιζε να σκαλίζει πάνω στις πέτρες, όσες έφτανε από το κάθισμά του, σχέδια, ονόματα, λέξεις, ακόμα και χρονολογίες, όλα σχετικά με τον Ασφοντυλίτη.
Όπως προκύπτει από την πυκνότητα των βραχογραφιών, το αγαπημένο σημείο του Ρούσσου ήταν η μικρή περιοχή γύρω από τα πηγάδια, όπου ανυπομονούσε να δει και να μιλήσει με τους ξένους, περαστικούς από τον οικισμό, που σταματούσαν στο σημείο αυτό για να ξεδιψάσουν οι ίδιοι και να ποτίσουν τα ζώα τους.
Η τεχνοτροπία στα σχέδια και ο γραφικός χαρακτήρας στις λέξεις χαρακτηρίζονται από ομοιογένεια, στοιχείο που καθιστά σαφές ότι έχουν φιλοτεχνηθεί στο σύνολό τους από το ίδιο πρόσωπο. Άντρες, γυναίκες και παιδιά, όλοι αποδίδονται αφαιρετικά, με πολύ μακριά πόδια. Από τις αναγραφόμενες χρονολογίες, προκύπτει ότι οι βραχογραφίες σκαλίστηκαν μέσα σε ένα χρονικό διάστημα 60 περίπου ετών.
Ο Ρούσσος πιθανώς ξεκίνησε την καλλιτεχνική του δραστηριότητα μερικά χρόνια πριν από το 1900, ίσως το 1897, και σταμάτησε οριστικά το 1943, χρονιά κατά την οποία, πιθανότατα, πέθανε. Οι πιο πυκνές χρονολογίες αφορούν στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας 1910-1920, ενώ απουσιάζουν εντελώς χρονολογίες από το 1920 μέχρι το 1940. Το στοιχείο που απουσιάζει εντελώς από τα έργα του είναι η απεικόνιση της φύσης. Αντίθετα, τα αγαπημένα του θέματα ήταν εικόνες από τη ζωή των κατοίκων, κυρίως σκηνές από πανηγύρια με μουσικούς και χορευτές, φιγούρες γυναικών και ονόματα ανθρώπων. Από τον πλούτο των παραστάσεων αυτών, συμπεραίνουμε τη μεγάλη συχνότητα των πανηγυριών τόσο στον Ασφοντυλίτη, όσο και σε άλλους οικισμούς, στους οποίους θα έπαιρναν μαζί τους και τον Ρούσσο οι οικείοι του, διασφαλίζοντας έτσι την υγιή ενσωμάτωσή του στην κοινότητα.
Σκαλισμένα ήταν και τα υπέρθυρα των κατοικιών, όπου, πιθανότατα, το σκάλισμα γινόταν πριν την τοποθέτηση του μεγάλου λιθαριού πάνω από τη θύρα, στοιχείο που μας επιτρέπει, σε αρκετές περιπτώσεις, τη χρονολόγηση του κτίσματος.
Μέσο Πρόσβασης:
Ι.Χ.
,
ΤΑΞΙ
,
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ: Διαδρομή «Παλιά Στράτα»
Χώρα – Μονή Χοζοβιωτίσσης – Κάψαλα – Ασφοντυλίτης – Ποταμός – Όρμος Αιγιάλης
Αφετηρία: Σημείο «Καλογερικός» στη Χώρα.
,
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ: Διαδρομή Ασφοντυλίτης (Αιγιάλη) – Πλάκες – Χάλαρα (Παραλία)
Ώρες λειτουργίας:
Ελεύθερο
Κόστος εισόδου:
Ελεύθερο