Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility

Ο πολιτισμός στην Αμοργό

“Παγκάλη”, “Ψυχία”, “Καρκησία” τα ονόματα που μαρτυρούνται κατά την αρχαιότητα, ανάμεσα σε άλλα. Αμοργός είναι, ωστόσο, το όνομα που επικράτησε, πιθανότατα φυτωνυμικής προέλευσης από το φυτό αμοργίς, βαφικό λειχήνα (rocella tinctoria) που χρησιμοποιείτο, κατά μία εκδοχή, για την παραγωγή των αμοργίνων χιτώνων ή αμοργιδίων ή αμοργίδων στους αρχαίους χρόνους.

H πρωϊμότερη κατοίκηση στην Αμοργό μαρτυρείται στην όψιμη 5η π.Χ. χιλιετία, στην Ύστερη Νεολιθική περίοδο, στη Μινώα, στην κορυφή και στις βραχοσπηλιές της βόρειας πλαγιάς του βουνού της Μουντουλιάς.

Ήδη από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (Πρωτοκυκλαδικός Πολιτισμός), την 3η π.Χ. χιλιετία, η Αμοργός, χάρη στην προνομιακή γεωγραφική της θέση, τον ευρύχωρο ασφαλή λιμένα της Mινώας και των άλλων ευλίμενων όρμων, γίνεται ένα από τα σημαντικότερα κέντρα, εμφανίζοντας πολλαπλές οικιστικές εγκαταστάσεις σε βραχώδη υψώματα, σε βουνώδεις ή χαμηλούς λόφους, σε άγονες πλαγιές προστατευμένες από τους ανέμους, πάντα με θέα και πρόσβαση στη θάλασσα, με κυριότερη από αυτές τις θέσεις, την τεχνητά οχυρωμένη ακρόπολη στη Μαρκιανή, κοντά στο σημερινό Βρούτσι. Πληθώρα πληροφοριών για τα ταφικά έθιμα της περιόδου αντλούμε από τον εντοπισμό τάφων στη θέση Άγιος Κωνσταντίνος κοντά στο Χωριό της περιφέρειας Αρκεσίνης και στον Άγιο Παύλο της περιφέρειας Αιγιάλης.

Στα τέλη της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, γύρω στο 2000 π.Χ., για άγνωστους ακόμα λόγους, όλες σχεδόν οι παλαιές οικιστικές εγκαταστάσεις και οι ακροπόλεις του Κυκλαδικού πολιτισμού, κυρίως στη νότια ακτή, εγκαταλείπονται.
Για τη Μεσοκυκλαδική περίοδο, στο α΄ ήμισυ της 2ης π.Χ. χιλιετίας, ελάχιστα στοιχεία διαθέτουμε.
Κατά την Υστεροκυκλαδική περίοδο (όψιμη 2η π.Χ. χιλιετία), η Αμοργός αποτελεί πλέον ενδιάμεσο σταθμό των Μυκηναίων στην επέκτασή τους προς τα Δωδεκάνησα, τη Μικρά Ασία και την Κύπρο. Σημαντικότερη από τις γνωστές θέσεις της περιόδου το Ξυλοκερατίδι, στη βόρεια ακτή του λιμένος των Καταπόλων.

Από τον 11ο έως τον 8ο π.Χ. αι., τη γνωστή ως Πρωτογεωμετρική-Γεωμετρική περίοδο, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν τη μαρτυρούμενη στις πηγές τρίπολη Αμοργό: τη Μινώα, την Αρκεσίνη, στις ανατολικές υπώρειες της φυσικής ακρόπολης Καστρί και την Αιγιάλη, στην ίδια θέση όπου αναπτύχθηκε η ομώνυμη πόλη από την Αρχαϊκή περίοδο έως και τη Ρωμαιοκρατία, στη θέση Βίγλα, κοντά στον σημερινό οικισμό των Θολαρίων.

Η κατοίκηση και η δραστηριότητα στην Αμοργό συνεχίζεται και κατά τον 7ο και 6ο π.Χ. αι., δηλ. τους Αρχαϊκούς χρόνους.

Στην Κλασική περίοδο (5ο-4ο π.Χ. αι.) οι Κυκλάδες συντάσσονται με την Αθήνα, ήδη από την Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία, όπως προκύπτει από τους φορολογικούς καταλόγους της Αθήνας, χρονολογούμενους στο β’ ήμισυ του 5ου π.Χ. αι., στους οποίους οι κάτοικοι και των τριών πόλεων του νησιού αναφέρονται υπό το κοινό όνομα Αμόργιοι. Επιγραφές μας πληροφορούν ότι οι πόλεις της Αμοργού, συμμετέχουν το 357 π.Χ. ως Αμόργιοι και στη Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία, ενώ στο Κοινόν των Αμοργίνων αποδόθηκαν τα χαλκά νομίσματα που φέρουν την επιγραφή «ΑΜΟ», συντετμημένο τύπο του ονόματος ΑΜΟΡΓΙΟΙ.

Κατά την Ελληνιστική περίοδο (323-31 π.Χ.), μετά την ήττα και την ολοσχερή καταστροφή του αθηναϊκού στόλου στη Ναυμαχία της Αμοργού το 322 π.Χ., ο έλεγχος του Αιγαίου περιέρχεται στους Μακεδόνες. Πολυσήμαντες πληροφορίες για την ανασύνθεση της εικόνας της Αμοργού στους ελληνιστικούς χρόνους παρέχουν οι σωζόμενοι πύργοι, διάσπαρτοι στη μείζονα περιφέρεια και των τριών πόλεων.

Την οριστική διάλυση του κράτους των Μακεδόνων επιτυγχάνουν οι Ρωμαίοι το 168 π.Χ., ενώ το 133 π.Χ. ιδρύουν την Επαρχία της Ασίας, στην οποία έκτοτε υπάγεται η τρίπολις νήσος Αμοργός. Η περίοδος της Ρωμαιοκρατίας θα διαρκέσει έως τον 4ο μ.Χ. αι. Ήδη από τον 1ο π.Χ. αι. μαρτυρείται, πολλαπλώς, σταδιακή συρρίκνωση του πληθυσμού των παλαιών πόλεων και μετατόπιση των κέντρων προς τους λιμένες των πόλεων, στον Όρμο Αιγιάλης, στον Κάτω Κάμπο Αρκεσίνης και, κυρίως, στο επίνειο της Μινώας, τα Κατάπολα, καθώς και η σταδιακή εγκατάσταση σε εύφορες αγροτικές περιοχές, στην ύπαιθρο χώρα των πόλεων.

Τη Ρωμαιοκρατία διαδέχεται η Παλαιοχριστιανική περίοδος (4ος-6ος μ.Χ. αι.), κατά την οποία ολοκληρώνεται η σταδιακή μετακίνηση του πληθυσμού στα παράλια και στην ενδοχώρα, κοντά στους εύφορους αγρούς, με αποτέλεσμα οι τρείς αρχαίες πόλεις να εγκαταλειφθούν πλέον οριστικά. Επί Διοκλητιανού, η Αμοργός εντάσσεται το 294 μ.Χ. στην «Provincia Insularum», τη νεοσύστατη «Επαρχία των Νήσων», πρωτεύουσα της οποίας ήταν η Ρόδος.
Η παλαιοχριστιανική περίοδος στην Αμοργό αντιπροσωπεύεται από αρκετά μνημεία. Ο Χριστιανισμός φαίνεται ότι διαδόθηκε αρκετά νωρίς, όπως διαπιστώνεται από τον εξαγνισμό ειδωλολατρικών αντικειμένων και την ύπαρξη οικοδομικών λειψάνων που προέρχονται από ναούς αυτής της περιόδου.
Στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο (7ος-9ος αι.) που ακολουθεί, η αναταραχή στο Βυζάντιο, οι αραβοπερσικές επιδρομές στο χώρο της Μεσογείου και, κυρίως, η κατάληψη της Κρήτης από τους Σαρακηνούς, με τη συνεπαγόμενη εξασθένηση του εμπορίου και την οικονομική συρρίκνωση επηρέασαν άμεσα τα νησιά, ο πληθυσμός των οποίων μετεγκαταστάθηκε σε ασφαλείς και οχυρωμένες θέσεις, σε Κάστρα, προκειμένου να προστατευθεί. Χαρακτηριστικά παραδείγματα για την Αμοργό ο πρώτος οικιστικός πυρήνας της Χώρας, στις υπώρειες του απότομου φυσικού βράχου, και της Λαγκάδας στην Αιγιάλη γύρω από το βραχώδη λοφίσκο Τρουτσούλα, καθώς και η ανεύρεση νομισματικού θησαυρού 60 χρυσών νομισμάτων (σόλιδων) στην ακρόπολη στο Καστρί, χρονολογούμενος με ακρίβεια στα έτη 674-677/78, επί Κωνσταντίνου Δ΄, του οποίου η απόκρυψη μέσα σε θαλάσσιο όστρεο πιθανότατα υποδηλώνει εχθρική επιδρομή. Η Αμοργός είναι έδρα Επισκοπής από τον 7ο έως τον 9ο αιώνα, η οποία υπάγεται στον Μητροπολίτη της Ρόδου.

Την περίοδο της Εικονομαχίας (8ος – 9ος αι.) η Αμοργός και οι Κυκλάδες γενικότερα, αποκτούν σημαίνοντα ρόλο στο εμπόριο της Αυτοκρατορίας, όπως μαρτυρείται από μολυβδόβουλο του 738/739. Διοικητικά, το νησί υπάγεται στο Θέμα των Κιββυραιωτών που συστάθηκε το 732 από τον Λέοντα Γ΄ τον Ίσαυρο και είχε ως έδρα την Αττάλεια της Μικράς Ασίας. Είναι πιθανόν η Αμοργός, όπως η Πάρος και η Θήρα, να γνώρισαν πληθυσμιακή αύξηση στα τέλη του 8ου αιώνα.

Σχετικά με τη ζωή στο νησί στα Μεσοβυζαντινά χρόνια, από τον όψιμο 9ο αι. έως και την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, πολυσήμαντο τεκμήριο αποτελεί η ανακατασκευή της Μονής Χοζοβιωτίσσης από τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό, σύμφωνα με χρυσόβουλο του έτους 1088, γεγονός το οποίο συμβάλλει σε αναζωογόνηση του πληθυσμού στο νησί.
Η Αμοργός, λόγω της γεωγραφικής της θέσης και του ασφαλούς της λιμένα, θα προσελκύσει το ενδιαφέρον των Βενετών. Έτσι, το 1207 το νησί καταλαμβάνεται, αναιμάκτως, από τους αδελφούς Geremia and Andrea Ghisi, υπό τη σημαία του Βενετού Marco Sanudo, ιδρυτή του Δουκάτου της Νάξου.

Το 1269 η Αμοργός αποσπάται από το Δουκάτο της Νάξου και υπάγεται στον Βυζαντινό Αυτοκράτορα, στον οποίο και παραμένει έως το 1296: την περίοδο αυτή θα αποτελέσει τόπο εξορίας για πολιτικά εγκλήματα, όπως προκύπτει από τον Κώδικα του Βρεβίου της Μονής Χοζοβιωτίσσης, καθώς και από πολλά οικογενειακά ονόματα και τοπωνύμια.

Το νησί θα επανέλθει στα χέρια των Ενετών από το 1296 έως το 1537, περίοδος για την οποία διαθέτουμε πληθώρα πληροφοριών που αντλούμε από τα αρχεία της Βενετίας και άλλες γραπτές πηγές, τις οποίες συμπληρώνουν τα γλωσσολογικά κατάλοιπα και οι υλικές μαρτυρίες.

Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας που ακολουθεί (1537-1824), το Κάστρο με τη Χώρα και η Μονή της Παναγίας Χοζοβιωτίσσης, θα γνωρίσουν μέρες οικονομικής ακμής και εκκλησιαστικής αναγέννησης, παρά τους δύο Ενετοτουρκικούς πολέμους (1645-1669 και 1684-1699), τις πειρατικές επιδρομές και λεηλασίες που αναφέρονται στις γραπτές πηγές και διασώζει η προφορική παράδοση. Ωστόσο, την περίοδο αυτή θα παρατηρηθεί παράλληλα εγκατάλειψη των οικισμών της Αμοργού και μετανάστευση στην Κρήτη και την Αίγυπτο. Επάνοδος του πληθυσμού μαρτυρείται στα τέλη του 16ου αι. Την παντελή, ωστόσο, απουσία Τούρκων από την Αμοργό πληροφορούμαστε από το Πρακτικό του έτους 1769, που δημοσιεύθηκε από τον Μηλιαράκη, καθώς και από τον περιηγητή Friesement που την επισκέφθηκε το 1787.

Σχετικά με τη νεότερη εποχή, από τα χρόνια του Αγώνα για την Ανεξαρτησία και εξής, το 1822 η Αμοργός γίνεται έδρα Επαρχείου του υπό σύστασιν νέου Ελληνικού κράτους, το 1834 ο θεσμός της Δημογεροντίας διαδέχεται το επί Τουρκοκρατίας Κοινοτικό Σύστημα διοικήσεως, ενώ το 1835 ιδρύεται ο Δήμος Αμοργού. Αμέσως μετά την Απελευθέρωση, την 21η Ιουνίου 1829, ιδρύεται, με δαπάνες της Μονής Χοζοβιωτίσσης, το Γυμνάσιο Αμοργού, όπως μας πληροφορεί η σχετική επιγραφή χαραγμένη σε παλαιοχριστιανικό επίκρανο.

Από τα τέλη του 19ου αι. σημειώνεται σταδιακός εκπατρισμός πολλών Αμοργιανών, αρχικά προς την Σύρο, πρωτεύουσα των Κυκλάδων, και στη συνέχεια προς την Αθήνα, την Αλεξάνδρεια αλλά και την Αμερική, που εντάθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση του πληθυσμού σε ολόκληρο το νησί και την εγκατάλειψη των καλλιεργειών. Η χαριστική βολή δόθηκε με τον μεγάλο σεισμό του 1956 αλλά και κατά τα πολύ πρόσφατα χρόνια, με αφορμή τη μαζική στροφή των κατοίκων του νησιού στον τομέα του τουρισμού.