Η ιστορική οικία Πάσσαρη στη Χώρα Αμοργού, κατοικήθηκε από τον Θεόδωρο Πάσσαρη, ο οποίος πολέμησε δίπλα στον Κωνσταντίνο Κανάρη το 1821 για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Το 1824 έχασε τη ζωή του από οβίδα πυροβόλου, στη Ναυμαχία των Τρικέρων στη Θεσσαλία. Με την πάροδο των ετών, το σπίτι εξακολούθησε να παρέχει στέγη σε πολλές γενιές. Χάρη στη φροντίδα τους διατηρήθηκε σχεδόν αναλλοίωτο έως σήμερα, αποτελώντας ζωντανή εικόνα του παρελθόντος, στοιχείο που καθόρισε την επιλογή του συγκεκριμένου οικήματος για τη στέγαση εδώ του Λαογραφικού Μουσείου Αμοργού, προσφέροντας στον επισκέπτη τη δυνατότητα να περιηγηθεί σε μια οικία χαρακτηριστική του τέλους του 18ου αιώνα.
Ο συγκεκριμένος κτηριακός χώρος σε συνδυασμό με τα εκθέματα, είτε πρόκειται για φυσικά αντικείμενα είτε για εικόνες και περιγραφές, συμβάλλει στη συνολική «Αμοργιανή» εμπειρία του περιηγούμενου: αντικείμενα καθημερινής οικιακής χρήσης, όπως στάμνες και κιούπια, εργαλεία της αγροτοκτηνοτροφικής δραστηριότητας, όπως φτυάρι, άροτρο, μυλόλιθος, δοχεία συλλογής, μεταφοράς και φύλαξης καρπών, εξαιρετικά δείγματα της καλαθοπλεκτικής τέχνης, διαφορετικά είδη χαρακτηριστικών αγροτικών προϊόντων που παράγει η γη της Αμοργού και αποτελούν τη βάση της διατροφής των κατοίκων της, έχοντας συμβάλει καθοριστικά στην επιβίωσή τους στις εξαιρετικά δύσκολες και αντίξοες συνθήκες του παρελθόντος, φωτογραφίες που απεικονίζουν Αμοργιανούς των προηγούμενων γενεών στην καθημερινότητά τους στο σπίτι, το χωράφι ή το βοσκοτόπι.
Από παλιά, οι κύριες ασχολίες του νησιού ήταν η αλιεία, η γεωργία και η κτηνοτροφία. Καθώς η θάλασσα δεν είναι πάντα φιλική, οι Αμοργιανοί ψαράδες έμαθαν τους ανέμους και πότε να ανοίγονται στη θάλασσα χωρίς μεγάλο κίνδυνο. Στη στεριά, οι κάτοικοι δάμασαν τον βραχώδη τόπο της Αμοργού με βαθμιδωτά επίπεδα διαμορφωμένα με ξερολιθιές, προκειμένου να δημιουργήσουν καλλιεργήσιμη γη για κριθάρι, σιτάρι, κατσούνι (φάβα), κουκιά, φακή, αλλά και δέντρα όπως ελιές, αμυγδαλιές και συκιές. Έμαθαν να συλλέγουν βότανα, να παράγουν μέλι και ρακή, να εκτρέφουν ζώα, κυρίως αιγοειδή, και να παράγουν κτηνοτροφικά προϊόντα.
Έμφαση αποδίδεται και σε χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία του Αμοργιανού παραδοσιακού σπιτιού. Από τον εξωτερικό του χώρο, σε αρχιτεκτονική αποτύπωση, αποδίδονται, για παράδειγμα, οι υπόγειες στέρνες για τη συλλογή του εξαιρετικά σπανίζοντος, σε όλα τα νησιά, νερού από τη στέγη του σπιτιού μέσω υδρορροών. Από το εσωτερικό των οικιών εκτίθενται ορισμένα στοιχεία στη φυσική τους μορφή, όπως ο «αποκρέβατος» με τη χαρακτηριστική διαρρύθμιση, κατάλληλη να καλύψει τις ανάγκες για τον ύπνο ολόκληρης της οικογένειας, αλλά και για τη φύλαξη της σοδειάς, που, μαζί με το απόθεμα νερού, αποτελούν τα πολυτιμότερα περιουσιακά αγαθά της.
Έτσι, ο επισκέπτης αποκτά τη ζωντανή αίσθηση μιας πραγματικής επίσκεψης σε ένα τυπικό Αμοργιανό σπίτι, απολαμβάνοντας ζεστή φιλοξενία, χαρακτηριστικό στοιχείο των Αμοργιανών. Ανάμεσα στα άλλα, θα πληροφορηθεί για τα φουρνίσματα και ψησίματα των Αμοργιανών και τον κτιστό φούρνο, απαραίτητο σε κάθε σπίτι του νησιού, σε πολλές περιπτώσεις σε χρήση έως και σήμερα, για το ψήσιμο του ψωμιού και των φαγητών του καθημερινού αλλά και του γιορτινού τραπεζιού. Μάλιστα, προς τιμήν του Αγίου Παύλου, ανήμερα της γιορτής του ψήνεται ένα ειδικό ψωμί με προζύμι, χαραγμένο σε φέτες, από το οποίο παρασκευάζονται παξιμάδια που αποκαλούνται «Παύλοι», ενώ το Πάσχα ψήνεται το παραδοσιακό «ψητό της Λαμπρής», που είναι κατσίκι ή αρνί γεμιστό με ρύζι, καβουρδισμένα εντόσθια, άνηθο και δεντρολίβανο.
Η οικοτεχνία, βασική παράμετρος διασφάλισης του βιοτικού επιπέδου της οικογένειας, επιβεβαιώνει τον, αθόρυβο, πρωταγωνιστικό ρόλο της γυναίκας στην «οικονομία», με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Κατά τους χειμερινούς μήνες, όταν οι αγροτικές εργασίες έχουν λιγότερες απαιτήσεις, η νοικοκυρά αφιερώνει χρόνο στην υφαντουργία και το πλέξιμο. Στον αργαλειό του σπιτιού, θα υφάνει τα ρούχα, τα τραπεζομάντηλα και τα «χράμια», δηλαδή τις κουβέρτες από μαλλί προβάτου.
Η ζωή στο νησί έχει διαρκές και σταθερό σημείο αναφοράς την ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Το εικονοστάσι βρίσκεται σε κάθε σπίτι για να προστατεύει την οικογένεια και να υπενθυμίζει τη χριστιανική οδό στις ζωές των Αμοργιανών.
Το Λαογραφικό Μουσείο Αμοργού αποτελεί το νήμα που κρατά αδιάρρηκτη τη συνέχεια της παράδοσης του νησιού, τονίζοντας και διασώζοντας τις αξίες της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου της Αμοργού και κάνοντας ταυτόχρονα όλους μας κοινωνούς της.
Η προσπάθεια δημιουργίας του Λαογραφικού Μουσείου ξεκίνησε το έτος 2000 από τον αείμνηστο Δήμαρχο Μιχάλη Κωβαίο, συνεχίστηκε κατά τη Δημαρχία του κ. Φωστιέρη σε συνεργασία με τον Σύλλογο Αμοργίνων έως το 2010, ενώ η προσπάθεια ευοδώθηκε επί Δημαρχίας Νικήτα Ρούσσου, κατά την οποία το κτήριο παραχωρήθηκε στον Δήμο από το Υπουργείο Πολιτισμού για τη συγκεκριμένη χρήση. Κατά τα τελευταία έτη οι εργασίες συνεχίσθηκαν εντατικά, καταλήγοντας στην ευχάριστη εξέλιξη εγκαινιασμού του χώρου το 2019. Από τους πρώτους δωρητές αντικειμένων υπήρξε ο πατέρας Θωμάς Συνοδινός.
Στο Λαογραφικό Μουσείο Αμοργού διοργανώνονται και οπτικοακουστικές δραστηριότητες, με αφηγήσεις ιστοριών, θρύλων και παραμυθιών του τόπου, διατηρώντας τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς της Αμοργού, όπως μεταλαμπαδεύτηκαν από γενιά σε γενιά, τονίζοντας έτσι την πτυχή της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς και κάνοντας το Μουσείο φιλικότερο και ελκυστικότερο προς τους μικρούς επισκέπτες του.
Μέσο Πρόσβασης:
Ι.Χ.
,
ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
,
ΤΑΞΙ
,
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ: Διαδρομή «Παλιά Στράτα»
Χώρα – Μονή Χοζοβιωτίσσης – Κάψαλα – Ασφοντυλίτης – Ποταμός – Όρμος Αιγιάλης
Αφετηρία: Σημείο «Καλογερικός» στη Χώρα.
,
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ: Διαδρομή «Φωτοδότης»
Χώρα – Μηλιές – Αγ.Ειρήνη – Κατάπολα
Ώρες λειτουργίας:
Το ωράριο λειτουργίας ενδέχεται να τροποποιείται. Απαιτείται επικοινωνία με τον Δήμο Αμοργού.
Κόστος εισόδου:
Ελεύθερο